• Εμβολιασμός κατά της νόσου COVID-19 & Θεραπεία της οστεοπόρωσης

    Η οστεοπόρωση, ως χρόνια πάθηση, απαιτεί διαρκή ιατρική παρακολούθηση για τον περιορισμό του κινδύνου πρόσθετης οστικής απώλειας, και την εμφάνιση κατάγματος. Η καθυστέρηση ή η απότομη διακοπή ορισμένων αντιοστεοπορωτικών φαρμάκων μπορούν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην υγεία των ασθενών.

    Η πανδημία COVID-19 έχει επηρεάσει σοβαρά όλες τις πτυχές της ζωής παγκοσμίως και επηρέασε επίσης ασθενείς με μυοσκελετικές παθήσεις καθώς και τη φροντίδα που τους δόθηκε. Η δυνατότητα εμβολιασμού εγείρει ερωτήσεις για το αν υπάρχει αντένδειξη με τη θεραπεία της οστεοπόρωσης.

    Τα εμβόλια για τον COVID-19 (δηλαδή έναντι του νέου κορονοϊού SARS-CoV-2) που έχουν λάβει και θα λάβουν σχετική έγκριση μπορούν να χρησιμοποιηθούν με ασφάλεια σε ασθενείς με οστεοπόρωση, καθώς και σε ασθενείς που λαμβάνουν φαρμακευτική αγωγή.

    IV διφωσφονικά

    Συστήνεται διάστημα 1 εβδομάδας μεταξύ της ενδοφλέβιας έγχυσης του IV διφωσφονικού και του εμβολίου έναντι στη νόσο COVID-19 ώστε σε πιθανή εμφάνιση αντίδρασης οξείας φάσης να είναι εφικτή η διάκριση εάν προέρχεται από το ενδοφέβλιο διφωσφωνικό ή από το εμβόλιο κατά της COVID-19.

    Denosumab 

    Συστήνεται διάστημα 4-7 ημερών μεταξύ της ένεσης Denosumab και του εμβολίου έναντι στη νόσο COVID-19 ώστε να είναι εφικτή η διάκριση πιθανής αντίδρασης στο σημείο της ένεσης από που προέρχεται εάν γίνει στον ίδιο βραχίονα με το εμβόλιο. Εναλλακτικά, η ένεση Denosumab μπορεί να γίνει στον άλλο βραχίονα (στο άνω τμήμα του) ή σε διαφορετικό σημείο χορήγησης (κοιλιακή χώρα ή  επάνω μέρος των μηρών) σε περίπτωση που χρειάζεται να γίνει ταυτόχρονα με το εμβόλιο κατά της COVID-19. Η θεραπεία με Denosumab δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να καθυστερεί πάνω από 7 μήνες από την προηγούμενη δόση Denosumab.

    Λοιπές αγωγές (από του στόματος διφωσφονικά, τεριπαρατίδη, ραλοξιφένη, ασβέστιο, βιταμίνη D) δεν χρειάζονται κάποια αλλαγή.

Επιδημιολογικά Στοιχεία

Πολυδάπανο «κάταγμα» στο σκελετό του Eλληνικού Συστήματος Υγείας αποδεικνύεται η Οστεοπόρωση
Μελέτη της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας για την Διαχείριση και Οικονομική Αξιολόγηση της Οστεοπόρωσης στην Ελλάδα


     Η διαχείριση της οστεοπόρωσης και κυρίως των καταγμάτων που οφείλονται σε αυτή, καταδεικνύεται δαπανηρή για το Ελληνικό Σύστημα Υγείας, εάν δεν διαγνωστεί έγκαιρα και δεν αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά. Αυτό προέκυψε από την πρώτη μελέτη που πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα για την οικονομική αξιολόγηση της οστεοπόρωσης από την Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας, με την υποστήριξη των εταιριών Amgen και GlaxoSmithKline.


     Ειδικότερα, στόχος της μελέτης ήταν η αποτύπωση της διαχείρισης της οστεοπόρωσης στην Ελλάδα σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες άνω των 50 ετών, καθώς και του κόστους που η νόσος συνεπάγεται  για το ελληνικό σύστημα υγείας. Τα δεδομένα της μελέτης αντλήθηκαν με τη μέθοδο των προσωπικών συνεντεύξεων σε σύνολο 137 ιατρών – Ορθοπεδικών, Ενδοκρινολόγων και Ρευματολόγων από την Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Πάτρα.


     Πιο αναλυτικά και σύμφωνα με όσα παρουσιάστηκαν σε σχετική Συνέντευξη Τύπου της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας, σημαντική διαφοροποίηση καταγράφεται στο κόστος αντιμετώπισης της μη εγκατεστημένης, χωρίς δηλαδή προϋπάρχον κάταγμα, έναντι της εγκατεστημένης οστεοπόρωσης, όταν δηλαδή η μετεμμηνοπαυσιακή ασθενής έχει υποστεί κάταγμα στο παρελθόν. Ειδικότερα,  το μέσο ετήσιο κόστος της εγκατεστημένης οστεοπόρωσης εκτιμάται κατά 78% υψηλότερο, προσεγγίζοντας  τα €2.027,46, έναντι των €1.139,63 για τη μη εγκατεστημένη οστεοπόρωση.


     Ιδιαίτερα δαπανηρά για το σύστημα υγείας αναδείχθηκαν τα κατάγματα που κατεγράφησαν σε ασθενείς με εγκατεστημένη οστεοπόρωση, κυρίως λόγω της αυξημένης κατανάλωσης υγειονομικών πόρων που επιφέρει η αντιμετώπισή τους. Τη μεγαλύτερη επιβάρυνση στο σύστημα υγείας προκαλούν τα κατάγματα  ισχίου, με  μέσο ετήσιο κόστος €4.334,27, λόγω της αντιμετώπισής τους, η οποία στο 90% των περιπτώσεων επιβάλλει τη διενέργεια χειρουργικής επέμβασης. Aντιστοίχως, το μέσο ετήσιο κόστος του κλινικού σπονδυλικού κατάγματος ανέρχεται στα €2.723,27 και του κατάγματος καρπού στα €1.731,35.


     Συνολικά, η μελέτη καταδεικνύει ότι το άμεσο κόστος που επωμίζεται το ΕΣΥ για την οστεοπόρωση φτάνει τα 890 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση. «Είναι χαρακτηριστικό  εύρημα το γεγονός ότι η εμφάνιση ενός κατάγματος αυξάνει έως και κατά 300% περίπου το μέσο ανά ασθενή ετήσιο κόστος, ιδίως στην περίπτωση των καταγμάτων ισχίου, όπου η χειρουργική επέμβαση αποτελεί τη σημαντικότερη μεταβλητή του κόστους» τόνισε ο Καθηγητής Γιάννης Κυριόπουλος, Κοσμήτωρ της ΕΣΔΥ.


     Τα στοιχεία αυτά καθιστούν σαφή την ανάγκη για σωστή ενημέρωση των μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών αναφορικά με  τους παράγοντες κινδύνου, όπως το βεβαρυμμένο κληρονομικό οστεοπόρωσης, το χαμηλό σωματικό βάρος, το ιστορικό καπνίσματος  κλπ, με στόχο την πρόληψη της νόσου, αλλά και την όσο το δυνατόν έγκαιρη διάγνωσή της. Εξίσου σημαντική αναδεικνύεται και η ανάγκη για την ύπαρξη αποτελεσματικών θεραπειών που δύνανται  να μειώσουν τα κατάγματα και ταυτόχρονα να εξασφαλίζουν τη συμμόρφωση του ασθενούς, μειώνοντας έτσι την διενέργεια χειρουργικών επεμβάσεων, τη νοσηλεία των ασθενών και επιτυγχάνοντας, κατ’ επέκταση σημαντική εξοικονόμηση πόρων για το σύστημα υγείας.  

     Η έρευνα κατέδειξε επίσης ότι το 79% των μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών άνω των 50 παρουσιάζει κάποιο παράγοντα κινδύνου: ηλικία, χαμηλό Δείκτη Μάζας Σώματος (Β.Μ.Ι.), προηγούμενο κάταγμα, οικογενειακό ιστορικό οστεοπορωτικών καταγμάτων, κάπνισμα,. Λαμβάνοντας υπόψη την υψηλή συχνότητα της νόσου, η οποία αγγίζει το 30% σε γυναίκες άνω των 50 ετών σύμφωνα με διεθνή στοιχεία, η έγκαιρη διάγνωση και αποτελεσματική θεραπεία της οστεοπόρωσης μπορεί όχι μόνο να εξοικονομήσει πόρους για το σύστημα υγείας, αλλά και να διασφαλίσει τη μείωση των καταγμάτων σε ασθενείς, λιγότερες νοσηλείες, υψηλότερη παραγωγικότητα και τελικά καλύτερη ποιότητα ζωής.

     Τα αποτελέσματα της μελέτης παρουσιάζουν για πρώτη φορά, μια σαφή οικονομική αποτίμηση για τη διαχείριση της οστεοπόρωσης στην Ελλάδα, καλύπτοντας ένα σημαντικό κενό στην υπάρχουσα ελληνική βιβλιογραφία, ενώ δύναται να αποτελέσουν πολύτιμη εισροή για τη διαδικασία λήψης αποφάσεων, καθώς και την ερευνητική διαδικασία, τόσο από την οικονομική οπτική όσο και από την πλευρά της κλινικής διαχείρισης της νόσου.


The economic burden of postmenopausal Osteoporosis and related fractures in Greece


A cost-effectiveness analysis of Denosumab for the treatment of postmenopausal osteoporosis in Greece